κλωκυδά

κλωκυδά
κλωκυδά
Grammatical information: adv.
Meaning: τό καθῆσθαι ἐπ' ἀμφοτέροις ποσίν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: DELG reminds of ὀκλάζω, with which the word can hardly be cognate. The word could be Pre-Greek.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλωκυδά — in a squatting position indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακούρκουδα — και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) επίρρ. 1. με λυγισμένα τα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. οκλαδόν 3. ύπτια, ανάσκελα 4. με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ.,… …   Dictionary of Greek

  • οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”